- συμπερασμάτων
- συμπέρασμαfinishingneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστημολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που μελετά τα φιλοσοφικά προβλήματα που σχετίζονται με τη θεωρία της γνώσης. Πριν όμως αναληφθεί με επιστημονική μορφή μια τέτοια διερεύνηση, η γνωστική λειτουργία του ανθρώπου είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο φιλοσοφικής… … Dictionary of Greek
Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… … Dictionary of Greek
ερωτώ — και ρωτώ και αρωτώ (AM ἐρωτῶ, άω Α και επικ. και ιων. τ. εἰρωτάω) ζητώ από κάποιον πληροφορία ή γνώμη και περιμένω απάντηση, υποβάλλω ερώτηση νεοελλ. φρ. 1. «μην τά ρωτάς» λέγεται για δυσάρεστα γεγονότα ή για κωμικά και περίπλοκα επεισόδια 2.… … Dictionary of Greek
ερώτηση — η (AM ἐρώτησις) [ερωτώ] 1. η πρόταση που εκφράζει απορία και με την οποία ζητούνται πληροφορίες («ἐρωτήσεως γὰρ ἔτι ἡ ἀπόκρισις ἡμῑν δεῑται», Πλάτ.) 2. η πρόταση που απευθύνεται σε κάποιον για εξεταστικό σκοπό νεοελλ. 1. το ζήτημα για το οποίο… … Dictionary of Greek
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… … Dictionary of Greek
μαθηματικοποίηση — η (επιστημολ. φιλοσ.) φάση τής δόμησης τών επιστημονικών θεωριών η οποία προϋποθέτει τη χρήση τών μαθηματικών εννοιών στη διατύπωση τών υποθέσεων, καθώς και τη χρήση τών με μαθηματικό τρόπο τυποποιημένων διαδικασιών παραγωγής κατά τη λογική… … Dictionary of Greek